Το πιο πετυχημένο σενάριο
Και ενώ η κυπριακή τέχνη υπό τη μορφή της ζωγραφικής φαίνεται να ξεπέρασε το δράμα της εισβολής, άλλες μορφές τέχνης παραμένουν κολλημένες στην ίδια θεματολογία που πλέον έχει εξαντληθεί αλλά δεν το έχουν πάρει χαμπάρι. Οι δε ταινίες αγγίζουν τα πρόθυρα της προπαγάνδας. Ως πότε κύριε σκηνοθέτη θα μας δείχνεις το άδειο πιάτο στο τραπέζι για να μας θυμίσεις και καλά τους αγνοούμενους? Sorry που θα σε απογοητεύσω, αλλά δεν στρέφω κάθε φορά με πόνο το βλέμμα στον Πενταδάκτυλο. Ούτε καν με στοχαστική διάθεση (διότι δεν θέλω να κάνω και accident όταν οδηγώ).
Δεν έχω δει όλα τα κυπριακά κινηματογραφικά έργα που έχουν γυριστεί. Αυτά όμως που είδα είχαν σαν θέμα, ναι, you guessed right, την εισβολή.
Δηλαδή ολόκληρη χώρα δεν κάνει άλλη δουλειά? Δεν έχει άλλες ανησυχίες? Όπως φαίνεται, όχι.
Πώς να γράψεις ένα πετυχημένο σενάριο για κυπριακό κινηματογραφικό έργο
Πρέπει να υπάρχει μια μικρή Αννούλα που παίζει στο χωριό της. Ή μια νεαρή γυναίκα, η Άννα που «χτίζει τα όνειρα της» στο χωριό (το κτίσιμο είναι υποχρεωτικό). Extra bonus αν η Άννα είναι έγκυος. Το χωριό είναι πανέμορφο μπλα μπλα, παραλιακό, χρυσή αμμουδιά μπλα μπλα. Ώσπου μια μέρα ξαφνικά και out of the blue (διότι ο σκηνοθέτης δεν θα ασχοληθεί να σου χτίσει χαρακτήρες αλλά μόνο πόσο ωραίο ήταν το χωριό που στα επόμενα 5 λεπτά θα χάσεις) γίνεται εισβολή από κακούς. Η εισβολή παρουσιάζεται ως μαύρος καπνός στον ουρανό, ήχος σειρήνας, μαυρόασπρα πλάνα (ή και sepia), ή αυθεντικά πλάνα της εποχής (ας είναι καλά το bbc που κινηματογραφούσε διότι αν περιμέναμε από το ΡΙΚ θα ακούγαμε ακόμα εμβατήρια), αέρας που φυσά, γκρο πλαν σε τανκς και στρατιώτες. Ως θεατές έχουμε τρομοκρατηθεί και αγανακτήσει (με την εισβολή, όχι το έργο).
Για να έχει το κεφάλι του ήσυχο ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος παρουσιάζει με τον ακόλουθο τρόπο τα ακόλουθα πρόσωπα:
Αγωνιστές της ΕΟΚΑ (αν υπάρχουν) – καλοί, γενναίοι και committed σε ιερό σκοπό
Μακάριος – ο πατερούλης, καλός και θύμα των περιστάσεων
Άλλα ιστορικά πρόσωπα δεν παρουσιάζονται καθόλου, δεν υπάρχουν, δεν υπήρξαν ποτέ (Γιωρκάτζης who? Γρίβας who?)
Ο σκηνοθέτης δεν θα ρισκάρει να πει τη γνώμη του και μετά να τραβολογιέται με συνδέσμους αγωνιστών και ξέρω γω με τι κυβέρνηση έχουμε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο. Συνεχίζουμε την ιστορία.
Η μικρή Αννούλα πρέπει να φύγει και αναγκάζεται να αφήσει πίσω την κούκλα της/το σετ κουμέρες/τη γιαγιά της, κάτι τέλος πάντων. Η Άννα μένει μόνη διότι ο άντρας της/γκόμενος της/ αδερφός της (ότι θέλετε) φεύγει/τον παίρνουν/ πάει να πολεμήσει. Εννοείται ότι όποιος χαρακτήρας πει ότι πάει να πολεμήσει ή να κάνει οτιδήποτε άλλο ηρωικό δεν τον ξαναβλέπουμε. Επίσης κάποιος πρέπει να βιαστεί. Όχι απαραίτητα η Άννα, διότι μετά θα μας σαλατώσει το plot και δεν γίνεται να προωθούμε την εκδίκηση, ας βιαστεί ένας χαρακτήρας που δεν θα ξαναδούμε. Ας πούμε η τρελή του χωριού που μετά, πολύ άνετα μπορεί να πάει να πέσει από τα βράχια. Ορίστε.
Η μικρή Αννούλα μεγαλώνει με διάφορα ψυχολογικά προβλήματα λόγω απώλειας κούκλας/πατέρα/ γιαγιάς/ χωριού (και πάλι, συμπληρώστε τα κενά). Μετά από 30 χρόνια θα προσπαθήσει να ξεπεράσει το πρόβλημα επιστρέφοντας στο χωριό/ βρίσκοντας τον πατέρα της/ πιάνοντας για γκόμενο ένα Τουρκοκύπριο (παίζει πολύ και η επαναπροσέγγιση). Υποτίθεται κάπου εδώ οι θεατές νιώθουν μια κάθαρση και το έργο τελειώνει με τη νότα «πολύπαθη Κύπρος, όλα τα αντέχεις».
Η Άννα από την άλλη, περνάει διάφορες δοκιμασίες του στιλ γεννάω μόνη και αβοήθητη/ ψάχνω τον χαμένο γκόμενο/ σύζυγο/ να μην σου πω και την χαμένη αθωότητα της. Πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 3 σκηνές όπου προσεύχεται ή βλέπει το κενό με απλανές βλέμμα. Αναλόγως της διάθεσης του σκηνοθέτη βρίσκει τον γκόμενο/ σύζυγο η μια εξήγηση για την εξαφάνιση του. Αν παίζει θέμα αγνοούμενου, η Άννα μπορεί να γυρίσει ουκ ολίγες σκηνές με το παιδί να τη ρωτά που είναι και αυτή να βουρκώνει η να κλαίει βουβά, το all time favorite άδειο πιάτο στο τραπέζι, flashbacks, οι επιλογές είναι πολλές. Εξαρτάται πόσο cheesy είναι ο σκηνοθέτης. Η Άννα μεγαλώνει το παιδί της που είναι η ελπίδα του μέλλοντος. Το παιδί δεν έχει ψυχολογικά προβλήματα και τη φωνάζει «μανούλα». Υποτίθεται κάπου εδώ οι θεατές νιώθουν μια κάθαρση και το έργο τελειώνει με τη νότα «πολύπαθη Κύπρος, όλα τα αντέχεις».
Με αυτού του είδους σενάριο, πρέπει η χορηγία να θεωρείται σίγουρη και τα χαρτομάντιλα εξασφαλισμένα. Ο σκηνοθέτης μπορεί να νιώθει δικαιωμένος.