Κάτι άσχετο
«…Τα βήματα του βαριά στο διάδρομο ακούστηκαν μέχρι τη βεράντα όπου άπλωνα τη μπουγάδα. Έσπρωξα πίσω από το αριστερό μου αυτί το δίχτυ που συγκρατούσε τα μπικουτί και φώναξα:
«Τάκηηηη, εσύ είσαι?»
«Μμμμμ» ακούστηκε σαν αγελάδα από το διάδρομο.
Αυτός είναι, σκέφτηκα και τίναξα το σώβρακο που κρατούσα. Το στερέωσα με ένα ξύλινο μανταλάκι και έσκυψα να πιάσω την άδεια κούπα που περιείχε μέχρι πριν από λίγο τα πλυμένα ρούχα. Μπήκα μέσα στην κουζίνα. Ο Τάκης είχε ήδη κάτσει στο τραπέζι και κρυβόταν πίσω από την εφημερίδα.
«Τι θα φάμε?»
«Μουσακά.»
«Πάλι?»
«Τι πάλι? Πριν ένα μήνα φάγαμε για τελευταία φορά. Δεν σου αρέσει?»
Ο Τάκης γύρισε σελίδα και δεν απάντησε. Έβγαλα το ταψί από το φούρνο και το άφησα μπροστά του πάνω στο τραπέζι. Ο Τάκης έκανε στο πλάι την εφημερίδα, έσκυψε, μύρισε τον μουσακά, έκανε μια γκριμάτσα επιδοκιμασίας και άφησε στο πάτωμα την εφημερίδα. Πήρε στα χέρια το πιρούνι.
«Δεν θα πλυθείς πριν να φας?»
«Α ναι, καλά.»
Σηκώθηκε με θόρυβο, σέρνοντας την καρέκλα πάνω στο τσιμέντο. Πήγε μέχρι τον νεροχύτη, έριξε λίγο νερό στα χέρια του, δεν σαπουνίστηκε, και τα στέγνωσε πάνω στο παντελόνι του. Χώρκατος….»
Η ζωή στα 00s
«…Τα βήματα του βαριά στο διάδρομο ακούστηκαν μέχρι τη βεράντα όπου άπλωνα τη μπουγάδα. Έσπρωξα πίσω από το αριστερό μου αυτί τα ισιωμένα μου μαλλιά βαμμένα ανταύγειες και φώναξα:
«Τάκηηηη, εσύ είσαι?»
«Μμμμμ» ακούστηκε σαν αγελάδα από το διάδρομο.
Αυτός είναι, σκέφτηκα και τίναξα το boxer short που κρατούσα. Το στερέωσα με ένα πλαστικό μανταλάκι και έσκυψα να πιάσω την άδεια κούπα που περιείχε μέχρι πριν από λίγο τα πλυμένα ρούχα. Μπήκα μέσα στην κουζίνα. Ο Τάκης είχε ήδη κάτσει στο τραπέζι και κρυβόταν πίσω από την εφημερίδα.
«Τι θα φάμε?»
«Ταϊλανδέζο curry με pineapple και fried rice»
«Πάλι?»
«Τι πάλι? Πριν ένα μήνα φάγαμε για τελευταία φορά. Δεν σου αρέσει?»
Ο Τάκης γύρισε σελίδα και δεν απάντησε. Έβγαλα το wok από το φούρνο και το άφησα μπροστά του πάνω στο τραπέζι. Ο Τάκης έκανε στο πλάι την εφημερίδα, έσκυψε, μύρισε το curry, έκανε μια γκριμάτσα επιδοκιμασίας και άφησε στο πάτωμα την εφημερίδα. Πήρε στα χέρια το πιρούνι.
«Δεν θα πλυθείς πριν να φας?»
«Α ναι, καλά.»
Σηκώθηκε με θόρυβο, σέρνοντας την καρέκλα πάνω στα κεραμικά πλακάκια. Πήγε μέχρι τον νεροχύτη, έριξε λίγο νερό στα χέρια του, δεν σαπουνίστηκε, και τα στέγνωσε πάνω στο παντελόνι του. Χώρκατος….»
Βαθύτερο νόημα: Δεν υπάρχει βαθύτερο νόημα. Ο χώρκατος παραμένει χώρκατος, όποια εποχή και αν ζει.