Καλπάζοντας στο πάθος (3)
«…Ανοίγοντας την τσάντα της η Μπάρμπαρα άφησε αυθόρμητα ένα αναστεναγμό. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί μέσα που να μπορούσε να συγκριθεί με το εντυπωσιακό φόρεμα της Λίντια. Θύμωσε μάλιστα με τον εαυτό της που σκεφτόταν διάφορους τρόπους να εντυπωσιάσει τον Πάτρικ. «Δεν είναι του χαρακτήρα μου αυτά τα παιγνίδια», σκέφτηκε. Ο Πάτρικ πάντοτε της έλεγε πόσο απλή είναι και πόσο πολύ τον τραβούσε αυτή ακριβώς η απλότητα της πάνω του. Τι προσπαθούσε να κάνει? Είχε χάσει το μυαλό της με αυτή την υπόθεση. Που ήταν η ψυχραιμία της, η λογική της που τόσο την διέκρινε ανάμεσα στις φίλες της στο κολλέγιο του Πόρτσμουθ από το οποίο αποφοίτησε το καλοκαίρι? Τότε γελούσε και αστειευόταν με τις φίλες της όταν ήρθε ο Πάτρικ να την παραλάβει με το σπορ αμάξι του. Είχαν αρραβωνιαστεί λίγες μέρες πριν και η Μπάρμπαρα ήταν το επίκεντρο των πειραγμάτων των κοριτσιών. «Πόσο γρήγορα άλλαξε αυτό», σκέφτηκε.
Η Μπάρμπαρα αποφάσισε ότι δεν θα καθυστερούσε άλλο. Φόρεσε στα γρήγορα ένα ζεστό παντελόνι με στενή εφαρμογή, ένα βαμβακερό πουκάμισο στο χρώμα των ματιών της και βούρτσισε καλά τα μαλλιά της που είχαν πλέον στεγνώσει. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και αποφάσισε ότι ήταν ήδη αρκετά αναψοκοκκινισμένη για να επιχειρήσει να βαφτεί και από πάνω. Θα περίμενε να μείνει μόνη με τον Πάτρικ και θα του εξηγούσε. Με ή χωρίς τη Λίντια, έπρεπε να την ακούσει.
….
Ο Πάτρικ ξαφνιάστηκε όταν είδε την Μπάρμπαρα στο ράντζο. Δεν περίμενε να έρθει να τον βρει μετά από αυτό που έγινε. Χάρηκε βέβαια που ήρθε αλλά δεν ήθελε να το δείξει. Έπρεπε τώρα να μάθει να ζει χωρίς αυτήν διότι όπως φάνηκε, αυτή επέλεξε τον Ντέρεκ. Ο Πάτρικ ήξερε ότι ο Ντέρεκ υπήρξε παλιός φίλος της Μπάρμπαρα, αλλά δεν ήξερε πόσο στενός φίλος ήταν. Βλέποντας τους μαζί, και βλέποντας την Μπάρμπαρα να μην μπορεί να του δώσει μια λογική εξήγηση για το γεγονός, πείστηκε ότι η Μπάρμπαρα άλλαξε γνώμη και επέστρεψε στον παλιό της φίλο. Βλέποντας την πάνω στο άλογο ένιωσε αμέσως κάτι να σφίγγεται στο στήθος του και κόντεψε να τρελαθεί από αγωνία όταν έπεσε από το άλογο της και λιποθύμησε μέσα στα χέρια του.
Και όταν μπήκε μέσα στο σαλόνι ενωρίτερα, ένιωσε τη ματιά της πάνω του και κοκκίνισε. Προσπάθησε να το παίξει άνετος, τόσο άνετος που η Μπάρμπαρα τελικά έφυγε αμέσως από το δωμάτιο. Ήθελε να δείξει πόσο απογοητευμένος και θυμωμένος ήταν, αλλά μόλις έβλεπε τη Μπάρμπαρα ο θυμός του περνούσε αμέσως και το μόνο που επιθυμούσε ήταν να τη σφίξει στην αγκαλιά του.
....
«Τι ατυχία να έρθει η Λίντια στο ράντζο τώρα», σκέφτηκε η Μπάρμπαρα όταν επέστρεψε στο σαλόνι και έκατσε στην πολυθρόνα δίπλα από το αναμμένο τζάκι. Παρατήρησε τον Πάτρικ και τη Λίντια που βρίσκονταν εν τω μέσω μιας έντονης συζήτησης για τη δουλειά. Η Μπάρμπαρα δεν μπορούσε να λάβει μέρος διότι δεν ασχολήθηκε ποτέ με τις δουλειές του Πάτρικ. «Αυτά τα πράγματα δεν είναι για ένα πλάσμα σαν και σένα» της έλεγε ο Πάτρικ μεταξύ σοβαρού και αστείου. Και αυτή τον πίστευε. Τώρα έβλεπε ότι είχε σοβαρό μειονέκτημα έναντι της Λίντια που επιχειρηματολογούσε άνετα και έδειχνε πόσο σίγουρη ήταν για τον εαυτό της.
Ο Τζο μπήκε στο δωμάτιο για να ανακοινώσει ότι το δείπνο είναι σχεδόν έτοιμο. Η Λίντια σηκώθηκε και με την πρόφαση ότι θέλει να φρεσκαριστεί λίγο, αποχώρησε. Ένα αρωματισμένο σύννεφο γιασεμιού έφυγε μαζί της. Ο Πάτρικ πήγε να πει ότι θα αποχωρήσει και ο ίδιος όταν η Μπάρμπαρα αποφασιστικά πήρε το λόγο.
«Περίμενε, μη φεύγεις. Έχω κάτι να σου πω Πάτρικ».
«Δεν πιστεύω να έχουμε κάτι να πούμε μεταξύ μας Μπάρμπαρα. Οι πράξεις σου μιλούν από μόνες τους. Αν ήρθες στο ράντζο για να παραλάβεις το άλογο σου δεν χρειαζόταν. Θα κανονίσω να μεταφερθεί όπου θέλεις εσύ.» Ο Πάτρικ ήταν περισσότερο θλιμμένος παρά θυμωμένος όταν τα έλεγε αυτά.
«Δεν με ενδιαφέρει το άλογο μου. Δεν ήρθα στο ράντζο γι’ αυτό. Ήρθα να σου εξηγήσω για τον Ντέρεκ. Και θα κάτσεις να με ακούσεις. Πρέπει να με ακούσεις.»
«Δεν θα σταθώ εμπόδιο στην ευτυχία σου με τον Ντέρεκ. Εξάλλου είναι φανερό ότι έκανες την επιλογή σου.»
«Θα σταματήσεις επιτέλους να βγάζεις τα δικά σου συμπεράσματα χωρίς να με ακούσεις? Ο Ντέρεκ ουδέποτε υπήρξε το αγόρι μου. Είναι παλιός οικογενειακός φίλος αλλά ουδέποτε υπήρξαμε οτιδήποτε περισσότερο από οικογενειακοί φίλοι. Ο Ντέρεκ θα ήθελε βέβαια κάτι παραπάνω, αλλά εγώ από πολύ νωρίς του ξεκαθάρισα τι ένιωθα. Σε κάποια φάση ο πατέρας μου και ο πατέρας του Ντέρεκ διαφώνησαν για την κοινή επιχείρηση και χώρισαν οι δρόμοι τους. Ο Ντέρεκ, όπως και ο πατέρας του, είναι πολύ πεισματάρης και δύσκολα παραδέχεται ότι έχασε. Προσπάθησε λοιπόν να με εκβιάσει, χρησιμοποιώντας πληροφορίες που είχε για την επιχείρηση του πατέρα μου. Όλα ήταν βέβαια ψέματα. Όταν μας είδες μαζί, του έλεγα ότι έχασε και πάλι το παιγνίδι και είχα τις σχετικές αποδείξεις. Το ότι με αγκάλιασε μόλις σε είδε, το έκανε για να ζηλέψεις.»
«Το πέτυχε ο ελεεινός. Δηλαδή δεν τρέχει τίποτα μεταξύ σας?»
«Όχι, πως μπόρεσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο?»
«Δεν ξέρω, σας είδα μαζί και θόλωσε το μυαλό μου. Όλες αυτές τις μέρες ήμουν δυστυχισμένος χωρίς εσένα. Κόντεψα να τρελαθώ.»
«Αχ Πάτρικ! Όλο αυτό τον καιρό προσπαθούσα να σου εξηγήσω αλλά δεν με άφηνες. Και τώρα όπως φαίνεται έφτασα αργά.»
«Τι εννοείς?»
«Η Λίντια?»
«Η Λίντια τι?»
«Υποθέτω μετά από αυτό που έγινε η Λίντια είναι πλέον το κορίτσι σου.»
Ο Πάτρικ έμεινε ακίνητος για μια στιγμή και μετά γελώντας άρπαξε την Μπάρμπαρα και την έχωσε στην αγκαλιά του. «Από πού και ως που η Λίντια είναι το κορίτσι μου? Συνεργάτες είμαστε μόνο. Άλλωστε η Λίντια παντρεύεται σύντομα τον Έρικ, το γιο του εφοπλιστή ΜακΜπράιαν. Ήρθε εδώ να συζητήσουμε ένα σημαντικό θέμα της δουλειάς και αύριο θα επιστρέψει στην πόλη. Εσύ όμως δεν έχεις να πας πουθενά», είπε γλυκά ο Πάτρικ ψάχνοντας τα χείλη της Μπάρμπαρα για να της δώσει ένα καυτό φιλί.
Η Μπάρμπαρα αναστέναξε από ανακούφιση. Αυτό το φιλί της θύμισε πόσο πολύ της είχε λείψει ο Πάτρικ, πόσο πολύ τον ήθελε. Όταν ήξερε και πάλι ότι ο Πάτρικ την αγαπά, μπορούσε να πετά στα σύννεφα. Ήταν επιτέλους ευτυχισμένη. Παραδόθηκε στα στιβαρά του μπράτσα που τη σήκωσαν ψηλά και άρχισαν να ανηφορίζουν τις ξύλινες σκάλες. «Κάτι μου λέει ότι το δείπνο θα καθυστερήσει λίγο..» είπε πονηρά ο Πάτρικ ανοίγοντας ένα-ένα τα κουμπιά του πουκαμίσου της…»