Στην παραλία όπου περνούμε τις μέρες μας ανέμελα, φτάνουν μια μέρα δύο παπάδες (της εκκλησίας). Με τα ράσα τους, με τα γένια τους, με τα όλα τους. Έτσι που τους βλέπω να περπατούν πάνω στην άμμο νομίζω ότι παραλογίζομαι από τον πολύ ήλιο και ψάχνω ασυναίσθητα να δω πίσω από τα βραχάκια τον Στάθη Ψάλτη και το Σταμάτη Γαρδέλη να κάνουν γυμνισμό, όπως το «Έλα να γυμνωθούμε ντάρλινγκ» που ήρθε ο παπάς του χωριού με όλο το χωριό για να τους κάνουν παρατήρηση. Οι παπάδες αφήνουν τις πετσέτες τους λίγο πιο κάτω από εμάς, ακολούθως βγάζουν τα ράσα για να αποκαλυφθεί ότι φορούν και οι δύο μαγιό (παντελονάκι, ευτυχώς όχι Speedo) και μπαίνουν κανονικά στη θάλασσα για μπάνιο. Κάνουν μάλιστα αρκετή ώρα, κολυμπούν πάνω κάτω, πρόσθιο, ανάσκελα, βάζουν το κεφάλι μέσα στο νερό, κάνουν ασκησούλες και μετά από κάνα μισάωρο βγαίνουν έξω, ξαπλώνουν στον ήλιο κάνα δεκάλεπτο για να στεγνώσουν και ακολούθως ξαναφοράνε τα ράσα τους και φεύγουν.
«Το είδες και εσύ αυτό?» ρωτώ τον Έτερο για να βεβαιωθώ ότι δεν έχω λαλήσει.
«Ναι. Δύο παπάδες για μπάνιο στην παραλία.»
«Γίνεται? Δηλαδή, επιτρέπεται? Δεν είναι αμαρτία or something?»
Τις επόμενες 3 μέρες οι δύο παπάδες έρχονται τακτικά στην ώρα τους, κάνουν πάντα το μπάνιο τους με τον ίδιο τρόπο και ακολούθως, σαν να μην συμβαίνει τίποτα φεύγουν. Έχουμε προσέξει ότι ο ένας είναι πιο ηλικιωμένος με μακριά άσπρα γένια και ξεθωριασμένα ράσα, ενώ ο άλλος δεν φαίνεται παραπάνω από 35-40 χρονών, με μαύρη αλογοουρά και γένια. Όταν βγαίνει από τη θάλασσα με το μαγιό δεν περνιέται για παπάς αλλά για ροκάς. Ο Έτερος πλέκει σενάριο ότι πρέπει να πρόκειται για κανένα μητροπολίτη της τοπικής περιφέρειας που έρχεται για μπάνιο παρέα με το διάκο του (το νεαρό). Αποφασίζουμε να παίξουμε τους Σουηδέζους για να μην τους τρομάξουμε και μας φύγουν.
Μέχρι την τέταρτη μέρα έχουμε αποφασίσει με τον Έτερο ότι οι δύο παπάδες είναι ζευγάρι, ο νεαρός είναι το δουλικό του μεγάλου, έχουν έρθει για περιοδεία των μοναστηριών της περιοχής (στην Ελλάδα είμαστε, δεν θα έχει χαλαρά δυο ντουζίνες εδώ γύρω?) και το πρωί κατεβαίνουν για μπάνιο σε αυτή την παραλία που είναι ερημική και δεν θα τους δει κανένα μάτι. Ή μπορεί εδώ να γνωρίστηκαν και γιορτάζουν κάποια επέτειο. Πάντως σίγουρα τα έχουν, και ο ηλικιωμένος πρέπει να αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να κρατήσει το μικρό διάκο κοντά του.
Με την πρώτη ευκαιρία, τηλεφωνούμε στη μαμά Ετέρα για να μας λύσει την απορία.
«Καυτό ερώτημα: Οι παπάδες της εκκλησίας κάνουν μπάνιο στη θάλασσα?»
«Δεν απαγορεύεται πουθενά γραπτώς αλλά ντάξει, δεν συνηθίζεται. Όσοι κάνουν, πάνε σε ερημικές παραλίες (καλή ώρα) για να μην τους βλέπει κανένας.» Μετά μας αρχίζει με τα ρευματικά της και το κλείνουμε.
Μετά την πέμπτη μέρα, οι παπάδες δεν ξαναέρχονται. Μάλλον τέλειωσε η περιοδεία ή κατάλαβαν ότι δεν είμαστε Σουηδέζοι. «Να δεις που μια από αυτές τις μέρες θα ανοίξουμε την τηλεόραση και θα τους δούμε μπροστά μας, να ευλογούν κόσμο» λέει ο Έτερος.
Δεν σκέφτηκα ούτε να τους φωτογραφήσω, να πάρει.
«... Η Σάντι ένιωσε τη διαπεραστική ματιά του Ντέρεκ πάνω της. Δεν μιλούσε, αλλά η Σάντι αισθανόταν ότι αν γύριζε θα αντίκριζε το παγερό και σκοτεινό βλέμμα του. Μετά από λίγα λεπτά που της φάνηκαν αιώνες, ο Ντέρεκ ήρθε και κάθισε δίπλα της. «Λοιπόν Μις Μάρτιν,» είπε, «φαίνεται εσύ και ο αδερφός μου έχετε γίνει ένα πολύ χαριτωμένο ζευγάρι.» «Αυτά είναι υπερβολές,» είπε η Σάντι προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή από τη φωνή της. «Απλώς βγήκαμε μαζί μια φορά...» «και τώρα είσαι πάνω στο yacht του,» συμπλήρωσε γρήγορα ο Ντέρεκ, «και θα ακολουθήσει και άλλο γεύμα είμαι σίγουρος, και κανένα ποτό, και φωτογραφίες από τα περιοδικά και πριν το καταλάβεις ο ανόητος αδερφός μου θα σου ζητήσει να γίνεις γυναίκα του. Μην ανησυχείς, ξέρω καλά το σχέδιο.»
«Κάνεις λάθος, εγώ δεν έχω κανένα σχέδιο. Η συνάντηση μας ήταν εντελώς τυχαία,» προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της η Σάντι. Για πιο λόγο όμως ένιωθε ότι πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό της? Δεν χρωστούσε τίποτα στον Κέιν, ούτε τον ενοχλητικό αδερφό του, τον Ντέρεκ.
«Οι πληροφορίες μου άλλα λένε Μις Μάρτιν,» συνέχισε αυτός ειρωνικά. «Ότι ήρθες εδώ για διακοπές όταν στράβωσε η ιστορία με τα φιλαράκια σου. Δεν έκατσαν οι ληστείες με τα έργα τέχνης και σκέφτηκες να βρεις ένα πλούσιο άντρα να σε συντηρεί για πάντα. Μπράβο. Ανέντιμο, αλλά τουλάχιστον νόμιμο.»
«Δεν έχεις ιδέα για πιο πράγμα μιλάς. Εγώ δεν είχα σχέση με εκείνη την ιστορία και δεν θέλω να παντρευτώ τον αδερφό σου.» Η Σάντι έσφιξε τα χείλη.
«Τότε απόδειξε το,» είπε ήρεμα ο Ντέρεκ. «Θα γίνουμε εμείς οι δύο εραστές, ο Κέιν θα μας δει και δεν θα σταθεί εμπόδιο στην ευτυχία μας. Όταν ο Κέιν απομακρυνθεί, θα είσαι και εσύ ελεύθερη να φύγεις.»
«Τι?» ψέλλισε αδύναμα η Σάντι.
«Ηρέμησε, δεν θα είμαστε πραγματικοί εραστές. Απλώς για τα μάτια του Κέιν. Δεν θα θελήσει να με ανταγωνιστεί και ξέροντας τον, γρήγορα θα βρει κάτι άλλο να του αποσπά την προσοχή.» Ο Ντέρεκ διασκέδαζε την αμηχανία που είχε προκαλέσει στη Σάντι.
«Όχι, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί,» είπε αποφασιστικά η Σάντι. «Δεν πρόκειται να υποκριθώ μια ψεύτικη σχέση.»
«Μα δεν χρειάζεται να είναι ψεύτικη,» είπε ο Ντέρεκ και ύστερα έσκυψε το κεφάλι και τη φίλησε, ενώ εκείνη τον κοιτούσε σαν χαμένη. Το φιλί του ήταν παθιασμένο, απαιτητικό και διέλυσε τις άμυνες της με τόση ευκολία, που εκείνη κυριεύτηκε από ντροπή. Αργότερα, όταν θα το ξανασκεφτόταν, θα απέδιδε την αντίδραση της στις αναστατωμένες της ορμόνες, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν είχε χρόνο να σκεφτεί, το χρόνο να κάνει οτιδήποτε εκτός από το να παραδοθεί σε ένα ασυγκράτητο πάθος που διέλυε τις αντιστάσεις της...»