Είμαστε η γενιά του 70. Μερικοί από εμάς πρόφτασαν το πραξικόπημα και την εισβολή φορώντας πάνες, κανένας όμως από εμάς δεν θυμάται πως ήταν η ζωή πριν το διαχωρισμό και τα οδοφράγματα. Όλοι όμως θυμόμαστε την εποχή που μοναδικό τηλεοπτικό κανάλι ήταν το ΡΙΚ1, το οποίο ξεκινούσε μετάδοση η ώρα 5 το απόγευμα με Μίκυ Μάους.
Η εποχή του «ανένδοτου αγώνα» του Σπύρου Κυπριανού, μας βρήκε στο δημοτικό, με τετράδια «Δεν Ξεχνώ» και φωτογραφίες από άγνωστες κατεχόμενες τοποθεσίες στον τοίχο. Πολλοί από εμάς μεγάλωσαν σε ghettos, conveniently ονομαζόμενα «προσφυγικοί συνοικισμοί». Δεν μας ενδιέφερε η αδιαλλαξία του Ντενκτάς, μαζεύαμε με μανία αυτοκόλλητα ποδοσφαιριστών και πώματα αναψυκτικών με τις χώρες που λάμβαναν μέρος στο τότε Μουντιάλ.
Ο άλλος αέρας που έφερε ο Γιώργος Βασιλείου μας άφησε παγερά αδιάφορους. Ήμασταν τότε στην εφηβεία και περνούσαμε εγωκεντρική φάση και ακμή. Δεν θυμόμαστε τη δέσμη ιδεών Γκάλι αλλά θυμόμαστε την ελεύθερη ραδιοφωνία και το Radio Super με την Ιφιγένεια και τον Ρόμπερτ Καμάσα. Καθιερώσαμε το «κάτω» της Έγκωμης που γνώρισε μεγάλες δόξες. Δεν υπάρχει μέλος της γενιάς μας που να μην πέρασε ένα τουλάχιστον βράδυ μέσα στην Amanda’s. Τα καλοκαίρια κατακλύζαμε το παλιό ΓΣΠ για συναυλίες. Εκεί είδαμε Chris De Burg και Παπακωνσταντίνου και αδερφούς Κατσιμίχα, πριν κοτσιανιαστούν από το φεστιβάλ της ΕΔΟΝ.
Οι διαδηλώσεις μας (όποτε έπρεπε να διαδηλώσουμε) ήταν ογκώδεις και έντονες. Καμιά άλλη γενιά δεν βρέθηκε τόσο κοντά και για τόσο πολύ στα οδοφράγματα να διαδηλώνει. Οι γονείς μας ήταν κάθετα αντίθετοι με τις διαδηλώσεις και μας προέτρεπαν να μην χάσουμε μαθήματα. Η επαγγελματική μας αποκατάσταση ήταν για αυτούς πιο σημαντική από οποιοδήποτε αγώνα. Είχαν φυσικά, δίκιο.
Η άνοδος του Γλαύκου Κληρίδη στην Προεδρία βρήκε πολλούς από εμάς στο εξωτερικό να σπουδάζουμε. Γενικά, τα nineties ήμασταν μέλη της φευγάτης φυλής των φοιτητών, επισκέπτες κάθε τρεις μήνες και διακοπές το καλοκαίρι. Ταξιδέψαμε πολύ, άνοιξαν τα μάτια μας σε νέες συμπεριφορές και αξίες. Δεν μας σοκάρουν πολλά πράγματα και μας αρέσει (τουλάχιστον επιφανειακά) ο κοσμοπολίτικος τρόπος ζωής, έχουμε όμως μεγάλη αγάπη στους γονείς μας και στον τρόπο ζωής που μας έμαθαν εκείνοι. Κάναμε μόδα τον καφέ και φέραμε επανάσταση στη νυχτερινή ζωή του τόπου. Τα ορθάδικα, clubs, μπαράκια, live σκηνές κ.α. έγιναν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των νυχτερινών εξορμήσεων μας.
Η άνοδος και πτώση του Χρηματιστηρίου μας βρήκε πίσω στην Κύπρο, στα πρώτα βήματα της επαγγελματικής καριέρας μας, προσπαθώντας να εφαρμόσουμε αυτά που μάθαμε στα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Η γενιά μας άκουσε τους γονείς της, και σπούδασε κάτι «με ψωμί». Είμαστε μια απέραντη γενιά από λογιστές, δικηγόρους, MBA, Business και Marketing Executives που είναι έτοιμη να προσφέρει τις υπηρεσίες της. Κάναμε μόδα τα τριήμερα breaks στο εξωτερικό και εσωτερικό και (εφόσον δεν έχουμε το κόμπλεξ των γονιών μας περί πουστοκαλαμαράδων) επιβάλαμε τις καλοκαιρινές διακοπές στην Ελλάδα και τα πανέμορφα νησιά της.
Σε αυτό μας βοηθάει το γεγονός ότι είμαστε λιγότερο συντηρητικοί από τους γονείς μας. Είμαστε όμως ομολογουμένως και λιγότερο εργατικοί. Είμαστε γενικά ολίγον κακομαθημένοι, λόγω του ότι οι γονείς μας, έχοντας περάσει ένα πόλεμο και κακουχίες, πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους να σκοτώνονται στη δουλειά. Σε σύγκριση με τους γονείς μας, τα βρήκαμε έτοιμα.
Το 2003 μας βρήκε να ετοιμάζουμε το γάμο μας ή να κάνουμε ήδη τα πρώτα μας παιδιά. Η άλλη πλευρά που άνοιξε τις πύλες της, μας προξένησε περισσότερο περιέργεια παρά οτιδήποτε άλλο. Η πραγματικότητα μας ήταν μέχρι τότε σύνορα στον Άγιο Δομέτιο. Αυτή η «νέα» επιλογή μας αποσυντόνισε κάπως. Δεν μας εκπαίδευσε άλλωστε κανένας για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Εξάλλου, πολλοί από εμάς, έχοντας μεγαλώσει μέσα σε ένα ομοιογενές ελληνοκυπριακό κράτος, μόνο έτσι αντιλαμβάνονται πλέον την Κύπρο και αδυνατούν να αντιληφθούν πως θα μπορούσε να λειτουργήσει διαφορετικά. Αυτά είναι τα λαμπρά αποτελέσματα της προπαγάνδας, θύμα της οποίας είναι ασφαλώς η γενιά μας.
Σήμερα, είμαστε στην πιο παραγωγική στιγμή της ζωής μας. Έχουμε δημιουργήσει σπίτι, οικογένεια και είμαστε οι φορολογούμενοι πολίτες που συνεισφέρουν στα κρατικά βάρη. Σε αντίθεση με τους γονείς μας, δεν περιμένουμε μόνο από τις κοινωνικές σφαλίσεις για να εξασφαλιστούμε στα γεράματα και δεν πιστεύουμε ότι είναι χρέος των παιδιών μας να μας γηροκομήσουν.
Αν λυθεί τώρα το Κυπριακό, η γενιά μας θα σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος της υλοποίησης και της ομαλής μετεξέλιξης του υφιστάμενου κράτους στο νέο πράγμα που θα δημιουργηθεί. Μπορούμε να αντέξουμε αυτή την ευθύνη? Μπορούμε μέσα στην αβάστακτη ελαφρότητα της ύπαρξης μας να καταφέρουμε αυτό που δεν κατάφεραν οι προηγούμενες γενιές? Έχουμε άραγε προλάβει ως γενιά να μην γίνουμε institutionalized όπως όλες τις προηγούμενες?
Οι ενδείξεις δεν είναι ενθαρρυντικές. Πόσο πιο εξελιγμένοι είμαστε αλήθεια από τους γονείς και παππούδες μας που τα έκαναν σκατά? Ο τελευταίος «αγώνας» που δίνουμε είναι με τα διάφορα groups στο Facebook. Member σε αυτό για την αδικία, member στο άλλο για την Jennifer Lopez, member σε άλλο για ομοσπονδία ή μη. Πέρσι έγινε αντικατοχική εκδήλωση πάνω σε yacht.
Είμαστε η προσωποποίηση αυτού που έλεγε ο Χάρρυ Κλυνν: «Εμπρός πατριώτες να βγούμε στους δρόμους, με ρόλεξ στα χέρια, με γούνες στους ώμους». Μια γενιά που έμαθε να αντιγράφει, πως άραγε θα καταφέρει να δημιουργήσει?