Voodoo child
Το μικρό τεκνό της αδερφής μου είναι σχεδόν 2 χρονών αλλά δεν έχει μιλήσει ακόμα. Καταλαβαίνει τα πάντα, λέει μερικές λέξεις όποτε το αποφασίσει αλλά δεν μιλά, με την παραδοσιακή έννοια της λέξης (δηλαδή, για να επικοινωνεί). Το θέμα θα λυθεί λίαν συντόμως διότι το τεκνό θα πάει νηπιαγωγείο και υποτίθεται η συνεχής παρέα με άλλα παιδάκια, και μια νηπιαγωγό που ξέρει τι κάνει (ελπίζουμε) θα το κάνουν να συνδέσει το στόμα του με την ομιλία, αντί με τη μάσα.
Μέχρι να πάει όμως νηπιαγωγείο, η γιαγιά Μαγκάιβερ έρχεται to the rescue.
«Να το πάμε στον Καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη στην παλιά Λευκωσία.»
Στις διαμαρτυρίες μας ότι το παιδί χρειάζεται απλώς λίγο χρόνο και όχι εξορκισμό, η γιαγιά Μαγκάιβερ μας απορρίπτει ως άσχετες, δεν εννοούσε εξορκισμό φυσικά, μα που ζούμε επιτέλους (έλα ντε), και μας διηγείται το θρύλο της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη. Ο θρύλος αυτός λέει ότι άμα ένα παιδί καθυστερήσει να μιλήσει, το πας στη συγκεκριμένη εκκλησία, και το βάζεις να γλύψει ή να φιλήσει, το θαυματουργό μάνταλο της εξωτερικής πόρτας της εκκλησίας, το λεγόμενο «τσιερκέλλι». Γλύφοντας αυτό, βοηθά το παιδί να μιλήσει πιο γρήγορα. Είναι δοκιμασμένο, όλη η παλιά Λευκωσία το ξέρει και το έχει δοκιμάσει.
«Άλλωστε και εσείς το γλύψατε», λέει σε μένα και την αδερφή μου. «Σας είχα πάει εγώ.»
Αυτή τη λεπτομέρεια την αγνοούσα. Ότι έχω «γλύψει» μέρος μιας εκκλησίας 500 χρονών δεν το ήξερα. Πάλι καλά που δεν κολλήσαμε τίποτα μικρόβια. Φυσικά με το που ακούει τη λέξη «μικρόβια» η γιαγιά Μαγκάιβερ γίνεται πυρ και μανία. Πως τολμάμε να αμφισβητούμε το θαυματουργό μάνταλο της πόρτας… που είναι και εξωτερικό και βρίσκεται εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης… και που το έχουν ακουμπήσει χιλιάδες κόσμος… και που η εκκλησία έχει να ανακαινιστεί από τον προ-προηγούμενο αιώνα…
Είναι Κυριακή, βαριόμαστε να κάτσουμε σπίτι, ο καιρός είναι ωραίος, έχουμε όρεξη για πειράματα… δεν πάμε μέχρι τον Άη Γιάννη? Άλλωστε, τι έχουμε να χάσουμε? (ειδικά άμα είναι για το θαυματουργό μάνταλο που σε κάνει να μιλήσεις, πρέπει να το δοκιμάσουμε.) Πλάκα θα’ χει.
Μια και δυο πακεταριζόμαστε μέσα στο αυτοκίνητο (με σειρά εμφανίσεως) οι ακόλουθοι αργόσχολοι: μαμά Δρακούνα, γιαγιά Μαγκάιβερ, εγώ, η αδερφή μου, 2 τεκνά σε ενθουσιώδη (μάλλον έξαλλη) κατάσταση, και μια θεία που ήρθε βασικά για καφέ αλλά θα μας συνοδεύσει για περίπατο. Όλοι οι καλοί χωράνε μέσα σε ένα saloon. Διασχίζουμε όλη τη Λευκωσία μέσα στον ενθουσιασμό (που θα πάμε να κάνουμε το παιδί πειραματόζωο) και τέλος φθάνουμε στην εκκλησία. Της οποίας είναι κλειδωμένη η καγκελόπορτα και ούτε μέσα στο προαύλιο δεν μπορούμε να μπούμε!!
Μεγάλη ήττα!!
Να θέλουμε να γλείψουμε την εκκλησία και αυτή να είναι κλειδωμένη. Ε ποτέ!
«Μήπως αν έγλειφε το παιδί κάποιο άλλο σημείο μιας άλλης εκκλησίας? Ο Άγιος Αντώνιος είναι κοντά…» λέω εγώ.
«Όχι!! Μόνο το μάνταλο του Αγίου Ιωάννη κάνει!!» κάθετη η γιαγιά Μαγκάιβερ. Δεν το συζητά. Πρέπει αναγκαστικά να φύγουμε άπρακτες. Το παιδί δεν θα μιλήσει σήμερα.
Ξαναπακεταριζόματε μέσα στο αυτοκίνητο και κάνουμε να φύγουμε. Πάνω στη γωνία, μαμά Δρακούνα και γιαγιά Μαγκάιβερ αναγνωρίζουν τον καντηλανάφτη της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη. Πράγματι, ένας ηλικιωμένος κύριος κατηφορίζει προς την εκκλησία. «Λες να πηγαίνει να ξεκλειδώσει την εκκλησία? Δεν θα κάνουν εσπερινό?» Διερωτάται η μαμά Δρακούνα. «Πάμε να ρωτήσουμε!»
Επαναστροφή επιτόπου στο δρόμο (τα 2 τεκνά αλαλάζουν από χαρά) και καταδιώκουμε τον καντηλανάφτη. Ο ηλικιωμένος κύριος, δεν έχει αντιληφθεί το αυτοκίνητο που σταματά δίπλα του και βγαίνουν από μέσα 5 αλλοπαρμένες γυναίκες και 2 τεκνά μέσα στη τρελή χαρά. Ο καντηλανάφτης όντως είναι εκεί για να ξεκλειδώσει την εκκλησία και θα μας ανοίξει αμέσως (είναι σημάδι, ήταν γραφτό το παιδί να γλύψει σήμερα το μάνταλο… τι, μόνο τα ζώδια θα προσέχουμε?)
Ανοίγουν τσάντες, βγαίνουν στη φόρα ψιλά, κάνουμε έφοδο μέσα στην εκκλησία. Το τεκνό για το οποίο πήγαμε, είναι εκστασιασμένο από το ολόχρυσο ιερό και δεν δίνει σημασία στην εξωτερική πόρτα της εκκλησίας που ομολογουμένως, είναι λιγότερο glamorous. Το παίρνει η γιαγιά Μαγκάιβερ με τρόπο και το πάει στην πόρτα. «Το βλέπεις αυτό χρυσό μου? Να το φιλήσουμε και αυτό όπως τους άλλους αγίους?»
Το τεκνό δεν έχει αντίρρηση, και το χαλί θα φιλούσε εκείνη τη στιγμή. Φιλά το μάνταλο και η γιαγιά Μαγκάιβερ αγαλλιάζει. Αποστολή εξετελέσθη.
Να σημειώσω ότι το μάνταλο είναι βαμμένο με κοινή μπογιά, χρώματος μπεζ, ασορτί με την υπόλοιπη πόρτα και είναι και ελαφρώς μαυρισμένο από την πολλή χρήση. Πολύ low profile για θαυματουργό μάνταλο, θα το προσπερνούσες για κάτι κανονικό. Παρ’ όλα αυτά είναι το θαυματουργό μάνταλο της πόρτας του Αι Γιαννιού, η γιαγιά Μαγκάιβερ δεν κάνει λάθος και εν πάση περιπτώσει, δεν είναι εκεί για να μας γεμίσει το μάτι αλλά για να κάνει τη δουλειά του, δηλαδή να βοηθά παιδάκια να μιλούν μια ώρα αρχύτερα.
«Δηλαδή μέχρι απόψε θα μιλήσει?» ρωτά με αγωνία η μάνα του τεκνού, η αδερφή μου.
«Όχι βέβαια, αλλά θα μιλήσει σύντομα».
Καλού κακού, το παιδί θα γραφτεί σύντομα και στο νηπιαγωγείο.
Μέχρι να πάει όμως νηπιαγωγείο, η γιαγιά Μαγκάιβερ έρχεται to the rescue.
«Να το πάμε στον Καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη στην παλιά Λευκωσία.»
Στις διαμαρτυρίες μας ότι το παιδί χρειάζεται απλώς λίγο χρόνο και όχι εξορκισμό, η γιαγιά Μαγκάιβερ μας απορρίπτει ως άσχετες, δεν εννοούσε εξορκισμό φυσικά, μα που ζούμε επιτέλους (έλα ντε), και μας διηγείται το θρύλο της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη. Ο θρύλος αυτός λέει ότι άμα ένα παιδί καθυστερήσει να μιλήσει, το πας στη συγκεκριμένη εκκλησία, και το βάζεις να γλύψει ή να φιλήσει, το θαυματουργό μάνταλο της εξωτερικής πόρτας της εκκλησίας, το λεγόμενο «τσιερκέλλι». Γλύφοντας αυτό, βοηθά το παιδί να μιλήσει πιο γρήγορα. Είναι δοκιμασμένο, όλη η παλιά Λευκωσία το ξέρει και το έχει δοκιμάσει.
«Άλλωστε και εσείς το γλύψατε», λέει σε μένα και την αδερφή μου. «Σας είχα πάει εγώ.»
Αυτή τη λεπτομέρεια την αγνοούσα. Ότι έχω «γλύψει» μέρος μιας εκκλησίας 500 χρονών δεν το ήξερα. Πάλι καλά που δεν κολλήσαμε τίποτα μικρόβια. Φυσικά με το που ακούει τη λέξη «μικρόβια» η γιαγιά Μαγκάιβερ γίνεται πυρ και μανία. Πως τολμάμε να αμφισβητούμε το θαυματουργό μάνταλο της πόρτας… που είναι και εξωτερικό και βρίσκεται εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης… και που το έχουν ακουμπήσει χιλιάδες κόσμος… και που η εκκλησία έχει να ανακαινιστεί από τον προ-προηγούμενο αιώνα…
Είναι Κυριακή, βαριόμαστε να κάτσουμε σπίτι, ο καιρός είναι ωραίος, έχουμε όρεξη για πειράματα… δεν πάμε μέχρι τον Άη Γιάννη? Άλλωστε, τι έχουμε να χάσουμε? (ειδικά άμα είναι για το θαυματουργό μάνταλο που σε κάνει να μιλήσεις, πρέπει να το δοκιμάσουμε.) Πλάκα θα’ χει.
Μια και δυο πακεταριζόμαστε μέσα στο αυτοκίνητο (με σειρά εμφανίσεως) οι ακόλουθοι αργόσχολοι: μαμά Δρακούνα, γιαγιά Μαγκάιβερ, εγώ, η αδερφή μου, 2 τεκνά σε ενθουσιώδη (μάλλον έξαλλη) κατάσταση, και μια θεία που ήρθε βασικά για καφέ αλλά θα μας συνοδεύσει για περίπατο. Όλοι οι καλοί χωράνε μέσα σε ένα saloon. Διασχίζουμε όλη τη Λευκωσία μέσα στον ενθουσιασμό (που θα πάμε να κάνουμε το παιδί πειραματόζωο) και τέλος φθάνουμε στην εκκλησία. Της οποίας είναι κλειδωμένη η καγκελόπορτα και ούτε μέσα στο προαύλιο δεν μπορούμε να μπούμε!!
Μεγάλη ήττα!!
Να θέλουμε να γλείψουμε την εκκλησία και αυτή να είναι κλειδωμένη. Ε ποτέ!
«Μήπως αν έγλειφε το παιδί κάποιο άλλο σημείο μιας άλλης εκκλησίας? Ο Άγιος Αντώνιος είναι κοντά…» λέω εγώ.
«Όχι!! Μόνο το μάνταλο του Αγίου Ιωάννη κάνει!!» κάθετη η γιαγιά Μαγκάιβερ. Δεν το συζητά. Πρέπει αναγκαστικά να φύγουμε άπρακτες. Το παιδί δεν θα μιλήσει σήμερα.
Ξαναπακεταριζόματε μέσα στο αυτοκίνητο και κάνουμε να φύγουμε. Πάνω στη γωνία, μαμά Δρακούνα και γιαγιά Μαγκάιβερ αναγνωρίζουν τον καντηλανάφτη της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη. Πράγματι, ένας ηλικιωμένος κύριος κατηφορίζει προς την εκκλησία. «Λες να πηγαίνει να ξεκλειδώσει την εκκλησία? Δεν θα κάνουν εσπερινό?» Διερωτάται η μαμά Δρακούνα. «Πάμε να ρωτήσουμε!»
Επαναστροφή επιτόπου στο δρόμο (τα 2 τεκνά αλαλάζουν από χαρά) και καταδιώκουμε τον καντηλανάφτη. Ο ηλικιωμένος κύριος, δεν έχει αντιληφθεί το αυτοκίνητο που σταματά δίπλα του και βγαίνουν από μέσα 5 αλλοπαρμένες γυναίκες και 2 τεκνά μέσα στη τρελή χαρά. Ο καντηλανάφτης όντως είναι εκεί για να ξεκλειδώσει την εκκλησία και θα μας ανοίξει αμέσως (είναι σημάδι, ήταν γραφτό το παιδί να γλύψει σήμερα το μάνταλο… τι, μόνο τα ζώδια θα προσέχουμε?)
Ανοίγουν τσάντες, βγαίνουν στη φόρα ψιλά, κάνουμε έφοδο μέσα στην εκκλησία. Το τεκνό για το οποίο πήγαμε, είναι εκστασιασμένο από το ολόχρυσο ιερό και δεν δίνει σημασία στην εξωτερική πόρτα της εκκλησίας που ομολογουμένως, είναι λιγότερο glamorous. Το παίρνει η γιαγιά Μαγκάιβερ με τρόπο και το πάει στην πόρτα. «Το βλέπεις αυτό χρυσό μου? Να το φιλήσουμε και αυτό όπως τους άλλους αγίους?»
Το τεκνό δεν έχει αντίρρηση, και το χαλί θα φιλούσε εκείνη τη στιγμή. Φιλά το μάνταλο και η γιαγιά Μαγκάιβερ αγαλλιάζει. Αποστολή εξετελέσθη.
Να σημειώσω ότι το μάνταλο είναι βαμμένο με κοινή μπογιά, χρώματος μπεζ, ασορτί με την υπόλοιπη πόρτα και είναι και ελαφρώς μαυρισμένο από την πολλή χρήση. Πολύ low profile για θαυματουργό μάνταλο, θα το προσπερνούσες για κάτι κανονικό. Παρ’ όλα αυτά είναι το θαυματουργό μάνταλο της πόρτας του Αι Γιαννιού, η γιαγιά Μαγκάιβερ δεν κάνει λάθος και εν πάση περιπτώσει, δεν είναι εκεί για να μας γεμίσει το μάτι αλλά για να κάνει τη δουλειά του, δηλαδή να βοηθά παιδάκια να μιλούν μια ώρα αρχύτερα.
«Δηλαδή μέχρι απόψε θα μιλήσει?» ρωτά με αγωνία η μάνα του τεκνού, η αδερφή μου.
«Όχι βέβαια, αλλά θα μιλήσει σύντομα».
Καλού κακού, το παιδί θα γραφτεί σύντομα και στο νηπιαγωγείο.
14 Comments:
Σύνοψη. Παίρνεις το μωρό που εν μιλά στον Άγιο Ιωάννη, βάλλεις το να γλύψει το τσιερκέλλι, τζαι μωρό γυρίζει προς εσένα θαυματουργικά τζαι αναφωνεί: ΛΙΑΞ!
Είδες? Μίλησε!!
Αυτό δεν είναι τπτ μπροστά σ’ αυτό που εκαναν του πατέρα μου για να μιλήσει, τον έβαλαν σ’ ένα "κοφίνι" – που μετέφεραν τα σταφύλια κ.λ.π – και τον "δκιακόνεψαν" σ’ όλο το χωριό! ΝΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ! Φανταστείτε ένα κοφίνι με το τέκνο 2 ετών και παξιμάδια, ψωμιά, φρούτα, σταφίδες και ότι άλλο είχε το κάθε νοικοκυριό. Σημειώστε πως για να πετύχει το πείραμα το παιδί έπρεπε να φάει όλα αυτά! ! ! Μίλησε ο πατέρας αλλά εξακολουθεί να είναι λιγομίλητος μέχρι που βαριέται να απαντήσει σε κάτι που τον ρωτάμε!
drakouna, en eidololatrika tounta pramata. na ton parete kallitera stin panagia tou Γλωσσά dokimasmena pramata. eiha ena filo pou itan mitsis eppese hame jie edakkasen tin glossa tou jie epathen siok jie den emilan jie twra en vallei glossan mesa.
εγω εγινα 5 χρονων να μιλησω, δεν ειχα τιποτα αξιολογο να πω μεχρι τοτε...
Η γιαγιά σου είναι όλα τα λεφτά!
Nobody
Άσχετο αλλά Δρακούνα σε είδα στον ύπνο μου. Ήσουνα sister στο Μακάριο νοσοκομείο. Είχες μαλλιά μαύρα καρέ και ήσουν πανύψηλη. Σε κατάλαβα επειδή ήσουν έγγυος (?!?!). Εσύ δεν ξέρω που με κατάλαβες!!
Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, μάλλον είναι καιρός να αρχίσω ψυχανάλυση.
Καλά εγώ ήμουν sister, εσύ τι έκανες στο Μακάριο?
Αντί μαλλιά μαύρα καρέ, γίνεται να έχω μακριά ΙΣΙΑ καστανά?
oresti: mia volta apo to blog sou me epise pos oute tora exeis!
@anonymous
αλοιμονο αν ειχαμε ολοι να πουμε κατι αξιολογο στα blog μας ;-)
Μάλλον το μωρό εννα καταλήξει με αφθες που τη βρωμιά.....
Το μωρό μιλά και λέει "μα χαπποπίννετε;"
Xmmmm....ενδιαφέροντα ολ'αυτά. Βρε τι γλίτωσα. Κοντά ένα χρόνο είχα γκόμενο Κυπραίο.
Πάλι καλά που δεν το ανάγκασε να το γλείψει, η αμέσως επόμενη εκδρομή θα ήταν στο νοσοκομείο και άντε να πεις στον γιατρό και να καταλάβει, τι έπαθε και πως, το παιδί!!!!!
Post a Comment
<< Home